δυσανάκλητος

δυσανάκλητος
δυσανάκλητος
hard to call back
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δυσανάκλητος — δυσανάκλητος, ον (AM) αυτός που δύσκολα ανακαλείται, συγκρατείται, αναχαιτίζεται αρχ. 1. αυτός τον οποίο δύσκολα τόν συγκεντρώνει κανείς 2. δυσθεράπευτος 3. εκείνος που δύσκολα ξαναποκτά την καλή του διάθεση …   Dictionary of Greek

  • δυσανακλήτως — δυσανάκλητος hard to call back adverbial δυσανάκλητος hard to call back masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσανάκλητον — δυσανάκλητος hard to call back masc/fem acc sg δυσανάκλητος hard to call back neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσανακλήτου — δυσανάκλητος hard to call back masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσανακλήτους — δυσανάκλητος hard to call back masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσανάκλητοι — δυσανάκλητος hard to call back masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԴԺՈՒԱՐԱԿՈՉ — ( ) NBH 1 0618 Chronological Sequence: 5c ա. δυσανάκλητος qui aegre revocatur Զոր դժուարին է յետս կոչել. *Կորասցիս իբրեւ զթիւրեալ՝ ի չարէն ծանրացեալ, եւ դժուարակոչ կալցիս զխոնարհութիւնդ (զայդ). Ածաբ. մկրտ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • δυσανακλητοτέραν — δυσανακλητοτέρᾱν , δυσανάκλητος hard to call back fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”